ψυχοπαραδέρνω

ψυχοπαραδέρνω
ψυχοπαραδίνω αμετ. быть при смерти, быть в предсмертной агонии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψυχοπαραδέρνω" в других словарях:

  • ψυχοπαραδέρνω — Ν ψυχομαχώ, ψυχορραγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παραδέρνω] …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»